- μεσόχλοος
- μεσόχλοος, -ον (Α)χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό-χλοος, σμαραγδό-χλοος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοχλόου — μεσόχλοος greenish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek